- κοτυλήρυτος
- κοτυλ-ήρῠτος, ον, ([etym.] ἀρύω)A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming,
αἷμα Il.23.34
.2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἷμα Il.23.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοτυλήρυτος — κοτυλήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι 2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» μέτρο όξους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ ήρυτος, κυλικ… … Dictionary of Greek
κοτυλήρυτος — that can be drawn in cups masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλήρυτον — κοτυλήρυτος that can be drawn in cups masc/fem acc sg κοτυλήρυτος that can be drawn in cups neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek